Αυτός ο καρκίνος θεωρείται σχετικά ασυνήθης καθώς αντιπροσωπεύει λιγότερο από το 1% όλων των κακοηθειών, αλλά είναι ο συχνότερος του ενδοκρινικού συστήματος.
Απεναντίας, οι όζοι του θυρεοειδούς είναι εξαιρετικά συχνοί στον πληθυσμό, τόσο μάλιστα που θεωρείται πως έως και 67% του συνολικού πληθυσμού φέρει τουλάχιστον έναν υπερηχογραφικά διακριτό!!! Είναι προφανές λοιπόν πως δεν οδηγείται στο χειρουργείο ένας ασθενής επειδή απλά βρέθηκε ένας όζος στο υπερηχογράφημα! Η ένδειξη χειρουργικής επέμβασης τίθεται μετά από το ιστορικό (έκθεση σε ακτινοβολία, οικογενειακό αναμνηστικό), την αύξηση του μεγέθους του όζου, τα υπερηχογραφικά του χαρακτηριστικά και το αποτέλεσμα της βιοψίας δια λεπτής βελόνας (FNAB). Σχετικά με την τελευταία, και πάντα σύμφωνα με τις πρόσφατες οδηγίες της Αμερικάνικης Εταιρείας Θυρεοειδούς πρέπει πάντοτε να διενεργείται όταν το μέγεθος του όζου υπερβαίνει τα 2 εκατοστά, καθώς και σε όζους μεγέθους 1-2 εκ. όταν αυτοί φέρουν ύποπτα υπερηχογραφικά χαρακτηριστικά.
Είναι γνωστό πως η ακτινοβολία στην κεφαλή και τον τράχηλο στην εφηβεία ή παιδική ηλικία, όπως και η έκθεση σε ιονίζουσα ακτινοβολία (πυρηνικά ατυχήματα) αποτελούν αιτίες δραματικής αύξησης της επίπτωσης του καλά διαφοροποιημένου καρκίνου του θυρεοειδούς.
Ο συχνότερος τύπος είναι το θηλώδες καρκίνωμα αποτελώντας το 75% των θυρεοειδικών καρκίνων, ενώ το θυλακιώδες έρχεται δεύτερο με το 15% περίπου. Οι γυναίκες πάσχουν συχνότερα, με μέση ηλικία διάγνωσης τα 40 έτη.
Ενώ η πρόγνωση θεωρείται καλή σε αυτούς τους δυο τύπους (10ετής επιβίωση 90-95%), η μεγάλη ηλικία στη διάγνωση, όγκος μεγέθους άνω των 4 εκατοστών και απομακρυσμένες μεταστάσεις επιδεινώνουν το δείκτη επιβίωσης.
Η αντιμετώπιση του καλώς διαφοροποιημένου θυρεοειδικού καρκίνου συνίσταται σε ολική θυρεοειδεκτομή (ή λοβεκτομή σε ορισμένες περιπτώσεις) με ή χωρίς θεραπεία με ραδιενεργό ιώδιο και -εφ’όρου ζωής- θυρεοειδική υποκατάσταση.